- δεντρομολόχα
- η бот. мальва
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δεντρομολόχα — Ποώδες φυτό της οικογένειας των μαλαχιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό με την επιστημονική ονομασία αλθαία η ροδίνη. Είναι αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα. Με τις μεθόδους της επιλογής και της διασταύρωσης έχει δημιουργηθεί πλήθος ανθοκομικών ποικιλιών, με… … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
δενδρομαλάχη — δενδρομαλάχη, η (Α) το φυτό δεντρομολόχα (Lavatera arborea). [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + μαλάχη «μολόχα»] … Dictionary of Greek
αλθαία — (althaea).Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά ποώδη, μονοετή ή πολυετή φυτά της οικογένειας των μαλβιδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών. Είναι συγγενικά με τη μολόχα, από την οποία διακρίνονται δύσκολα. Τα φύλλα τους είναι παλαμοειδή, χνουδωτά, με … Dictionary of Greek